- υαλοβιουρονικός
- -ή, -ό, Νφρ. «υαλοβιουρονικό οξύ»(βιοχ.) διολοζίτης που αποτελεί τη βασική δομική μονάδα τών υαλουρονικών οξέων.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο, πρβλ. γαλλ. acide hyalobiuronique].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.